- πλινθευομένη
- ἡ, Αφόρος γης κατάλληλης για πλινθοποιία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. μέσ. ενεστ. τού ρ. πλινθεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλινθεύω — Α [πλίνθος] 1. χρησιμοποιώ χώμα για την κατασκευή πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», Ηρόδ.) 2. πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθουργώ 3. οικοδομώ, κατασκευάζω κτίσμα από πλίνθους 3. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα… … Dictionary of Greek